Ο Πλατωνικός Έρωτας αναφέρεται ως όρος για πρώτη φορά στο Συμπόσιο του Πλάτωνα, σε έναν διάλογο που έχει ο Σωκράτης με τον νεαρό ποιητή Αγάθωνα με θέμα τον Έρωτα. Αντί να εμπλακεί σε μια διαλεκτική, ο Σωκράτης επιλέγει να μνημονεύσει μια φιλοσοφική συζήτηση που είχε ο ίδιος σε νεαρή ηλικία με την Διοτίμα. Ο Σωκράτης αναφέρει ότι εκείνη ήταν που τον μύησε στον Έρωτα, με την έννοια της πνευματικής εξύψωσης δύο ατόμων, τουτέστιν στον πλατωνικό έρωτα. Δεν δίνονται πολλές πληροφορίες στο Συμπόσιο του Πλάτωνα για το ποια είναι η Διοτίμα. Αναφέρεται ως “ξένη” με καταγωγή από την αρχαία Μαντίνεια της Αρκαδίας, και ως εκ τούτου αφήνεται να εννοηθεί ότι είναι ιέρεια, μάντισσα. Παρά όμως αυτή της την ιδιότητα δεν αποκαλείται από τον Σωκράτη ως “παρθένα” αλλά ως “γυναίκα”.
Η Διοτίμα θεωρεί ότι η ψυχή είναι τρωτή στο πέρασμα του χρόνου και μπορεί να διαβρωθεί όπως το σώμα. Διατείνεται ότι η διαδικασία της μάθησης προϋποθέτει από τον μαθητή να βρίσκεται διαρκώς σε εγρήγορση, να αμφισβητεί και να εξετάζει κάθε πτυχή, και να λειτουργεί με αυτονομία ώστε να μην χειραγωγείται και να διαμορφώνει ο ίδιος τις απόψεις του. Μόνο έτσι ο μαθητής θα αποκτήσει σοφία και θα βρει την απόλυτη ομορφιά, το θείο. Πρέπει καταρχήν να είναι ερωτευμένος με την επιστήμη.
Η Διοτίμα λέει στον Σωκράτη ότι ο Έρωτας δεν είναι ούτε όμορφος ούτε καλός. Ο νεαρός Σωκράτης τη ρωτά τότε αν εννοεί ότι ο Έρωτας είναι άσχημος και κακός. Πρόσεχε τα λόγια σου (οὐκ εὐφημήσεις), του απαντά επιπλήττοντάς τον και του επισημαίνει ότι όταν κάτι δεν είναι όμορφο δεν σημαίνει ότι είναι και άσχημο.
Όλοι οι άνθρωποι κυοφορούν με το σώμα και την ψυχή (κυοῦσιν), αναφέρει η Διοτίμα στον Σωκράτη, και συνεχίζει λέγοντας ότι όταν φτάνουν σε μια κρίσιμη ηλικία είναι φυσιολογικό να επιθυμούν να γεννήσουν (τίκτειν ἐπιθυμεῖ). Όταν κυοφορούν κάτι όμορφο (καλῷ προσπελάζῃ), αυτό δίνει χαρά, είναι θεάρεστο και προδιαθέτει στο να διαιωνιστεί. Όταν όμως κυοφορούν κάτι άσχημο, αυτό τους δημιουργεί πόνο, συστολή και αδυνατούν να του δώσουν μορφή, να το εξωτερικεύσουν.
Τα πνευματικά παιδιά που προκύπτουν ως αποκύημα της αρετής, της σοφίας και της απόλυτης ομορφιάς, είναι οι ηρωικές πράξεις, τα έργα τέχνης και τα καλά νομοθετήματα. Αυτά τα “παιδιά” είναι ομορφότερα και διαχρονικότερα από τα παιδιά που έχουν σάρκα και οστά.
Ο ρόλος της Διοτίμας στο Συμπόσιο είναι διττός. Από τη μία πλευρά ο Σωκράτης, σοφός και σε μεγάλη ηλικία, συνδιαλέγεται με τον νεαρό Αγάθωνα. Σε αυτή τη συνομιλία αντιπαραβάλλεται μια παλαιότερη συζήτηση που είχε ο Σωκράτης όταν ήταν τριάντα χρονών με την μεγαλύτερη σε ηλικία και σοφότερη Διοτίμα. Άρα ο νεαρός Αγάθωνας και ο νεαρός Σωκράτης ταυτίζονται. Και οι δύο βρίσκονται αντιμέτωποι με ένα πρόσωπο από το οποίο έχουν πολλά να διδαχθούν. Παράλληλα όμως, η Διοτίμα ταυτίζεται με τον Σωκράτη σε μεγαλύτερη ηλικία. Καί οι δύο είναι μεγαλύτεροι σε ηλικία από τον συνομιλητή τους και άρα σοφότεροι. Διοτίμα και Σωκράτης ως δάσκαλοι από τη μία και Σωκράτης με τον Αγάθωνα ως μαθητές από την άλλη. Με αυτόν τον τρόπο η Διοτίμα μετατρέπεται σε διαλογική μάσκα του Σωκράτη. Είναι ένα και το αυτό.
Το ευφυές τέχνασμα όμως που χρησιμοποιεί ο Πλάτωνας στο Συμπόσιο έχει και ένα τρίτο επίπεδο ανάγνωσης. Οι νεαροί Αγάθωνας και Σωκράτης στους δύο διαλόγους έχουν τον ρόλο του αδαή. Λόγω του νεαρού της ηλικίας τους, δεν γνωρίζουν για το αντικείμενο του έρωτα και διψούν για μάθηση από έναν σοφότερό τους. Έτσι ταυτίζονται με τον αναγνώστη του Συμποσίου που το διαβάζει για να μάθει. Ο σημειολόγος, φιλόσοφος και δοκιμιογράφος Umberto Eco, αναφέρει τον όρο lector in fabula (Lector in fabula: La cooperazione interpretativa nei testi narrativi, 1979), εννοώντας ότι ο αναγνώστης είναι ο ίδιος αναπόσπαστο μέρος ενός έργου, αφού το αποκωδικοποιεί και το ερμηνεύει ο ίδιος πέρα από τις προθέσεις του συγγραφέα. Τουτέστιν, ο Αγάθωνας, ο Σωκράτης και ο αναγνώστης του Συμποσίου αναζητούν τη γνώση για τον έρωτα και ταυτοχρόνως είναι ερωτευμένοι με τη γνώση. Είναι προφανές ότι ο Πλάτωνας παίζει με τις λέξεις “έρως” (αγάπη) και “ερωτώ” (κάνω ερωτήσεις) σαν να είναι ετυμολογικά συναφείς.