Το ζήτημα της ελεύθερης βούλησης του ανθρώπου όσον αφορά την εκτέλεση απάνθρωπων διαταγών, προερχόμενων από μια πηγή θεσμικής ή μη εξουσίας, απασχόλησε έντονα την ακαδημαϊκή κοινότητα και την κοινωνία, ιδίως μετά τις φρικαλεότητες που διαπράχθηκαν στη ναζιστική Γερμανία.
Πως είναι δυνατόν, τόσοι πολλοί άνθρωποι να συναινούν ή ακόμα και να συνεργούν ενεργά σε εγκληματικές πράξεις χωρίς ηθικές αναστολές; Πως είναι δυνατόν, πολιτισμένοι, οικογενειάρχες και με υψηλό μορφωτικό επίπεδο άνθρωποι να προβαίνουν επανειλημμένα σε τόσο αποτρόπαιες ενέργειες; Τι τους ώθησε να ενδώσουν σε πρωτόγονα και κτηνώδη ένστικτα; Να λειτουργήσουν σαν άβουλα και αιμοδιψή ζώα; Την απάντηση θέλησε να δώσει ο Stanley Milgram, μέσω του περίφημου πειράματός του για την τυφλή υπακοή σε ακραίες εντολές της εξουσίας.
Ο Milgram γεννήθηκε στη Νέα Υόρκη στις 15 Αυγούστου του 1933. Ήταν παιδί μεταναστών εβραϊκής καταγωγής από την Ευρώπη. Ο πατέρας του ήταν φούρναρης και η μητέρα του δούλευε στην οικογενειακή επιχείρηση. Το πείραμα έγινε τον Ιούλιο του 1961 στην αίθουσα Linsly-Chittenden Hall του πανεπιστημίου Yale. Το διεξήγαγε ο 28χρονος τότε Milgram, που μόλις είχε αποκτήσει το διδακτορικό του στην κοινωνική ψυχολογία του τμήματος κοινωνικών σχέσεων του πανεπιστημίου του Harvard.
Οι συμμετέχοντες ήταν όλοι κάτοικοι του New Haven στο Connecticut, που απάντησαν εκούσια στη σχετική αγγελία που δημοσιεύθηκε σε εφημερίδα. Συνολικά, 40 ενήλικοι εθελοντές μεταξύ 20 και 50 χρονών έλαβαν μέρος στο πείραμα, και πληρώθηκαν 4$ συν 50cents για έξοδα μεταφοράς. Το μορφωτικό τους επίπεδο ποικίλε από νέους που δεν είχαν τελειώσει τη βασική εκπαίδευση μέχρι κατόχους διδακτορικών.
Το πείραμα
Ο Milgram καλούσε τους συμμετέχοντες να λάβουν μέρος σε ένα πείραμα, που σκοπό του είχε να ερευνήσει την ικανότητα του ανθρώπου να αναπτύσσει τις μαθησιακές του ικανότητες. Ο συμμετέχων καθόταν μπροστά από μία μηχανή shock generator με 30 μοχλούς (επίπεδα), που ξεκινούσαν από τα 15 volt (slight shock) μέχρι τα 450 volt (XXX), και είχε το ρόλο του “δασκάλου“. Σε διπλανό δωμάτιο, και χωρίς να υπάρχει οπτική παρά μόνο ηχητική ενδοεπικοινωνία, βρισκόταν ένας άνθρωπος που είχε το ρόλο του “μαθητευόμενου“. Ο μαθητευόμενος, το υποτιθέμενο πειραματόζωο, ήταν ηθοποιός. Βαφτίστηκε Mr Wallace και υποδυόταν έναν φιλήσυχο 47χρονο λογιστή, ο οποίος παρά το γεγονός ότι παραδεχόταν ενώπιον του συμμετέχοντα ότι είχε καρδιακά προβλήματα στο παρελθόν, εντούτοις δήλωνε κατηγορηματικά ότι επιθυμούσε να λάβει μέρος στο πείραμα. Τέλος, υπήρχε και ένας δήθεν “γιατρός” με άσπρη μπλούζα, τον οποίο υποδυόταν και πάλι ηθοποιός. Αυτός, σύμφωνα με τον ρόλο, ήταν 31 χρονών και είχε το όνομα Jack Williams. Ο Wallace και ο Williams για να μπουν στο πετσί του ρόλου τους, είχαν εξασκηθεί για 15 μέρες.
Ο γιατρός οδηγούσε τον δάσκαλο στο διπλανό δωμάτιο, ώστε να δει τον μαθητευόμενο και να τον πείσει έτσι για τη γνησιότητα του πειράματος. Τον προέτρεπε μάλιστα να τον βοηθήσει να δέσει στην καρέκλα τον μαθητευόμενο, εξηγώντας του ότι γίνεται για λόγους ασφαλείας, για να προστατευθεί από πιθανές εκδορές και εγκαύματα. Ύστερα, επέστρεφαν μπροστά από τον shock generator. Ο δάσκαλος, για να έχει επίγνωση του τι θα επακολουθήσει, δεχόταν πρώτα ο ίδιος ένα ελαφρύ αλλά καθόλα πραγματικό ηλεκτροσόκ 45 volt. Στη συνέχεια, ο γιατρός τον διαβεβαίωνε ότι παρόλο που ισχυρότερες δόσεις ηλεκτροσόκ θα ήταν επώδυνες, ο μαθητευόμενος δεν διέτρεχε σοβαρό κίνδυνο και ότι δεν θα του έμενε καμία μόνιμη ζημιά. Η διαδικασία του πειράματος είχε ως εξής.
Ο δάσκαλος διάβαζε στον μαθητευόμενο δύο ζευγάρια λέξεων (όπως blue/girl και fat/neck). Έπειτα, ανέφερε την πρώτη λέξη και ζητούσε από τον μαθητευόμενο να θυμηθεί τη δεύτερη που τη συνόδευε, δίνοντάς του τέσσερις επιλογές. Όταν η απάντηση ήταν σωστή, προχωρούσαν στο επόμενο ζευγάρι. Όταν ήταν άστοχη, ο μαθητευόμενος δεχόταν από τον δάσκαλο ένα ηλεκτροσόκ, κάθε φορά πιο ισχυρό από το προηγούμενο κατά 15volt.
Οι απαντήσεις και οι αντιδράσεις του μαθητευόμενου ήταν ηχογραφημένες εκ των προτέρων. Πριν από κάθε ηλεκτροσόκ, ο γιατρός κατονόμαζε το ποσό των volt, καθώς και την ένδειξη που το χαρακτήριζε (π.χ. danger-severe shock). Ο μαθητευόμενος άρχιζε να παραπονιέται ότι πονάει στα 120v. Στα 150v ανέφερε στον δάσκαλο ότι είχε ενοχλήσεις στην καρδιά, ζητούσε να σταματήσει το πείραμα αλλά συνέχιζε να απαντάει στις ερωτήσεις. Στα 270v ούρλιαζε μετά από κάθε σοκ. Στα 300v χτυπιόταν στην καρέκλα προσποιούμενος φριχτούς πόνους. Στα 330v ωρυόταν υστερικά και απαιτούσε από τον δάσκαλο να σταματήσει το πείραμα. Από τα 345v και μετά, σταματούσε να αποκρίνεται. Σε αυτό το σημείο, ο γιατρός προέτρεπε τον δάσκαλο να εκλάβει τη σιωπή ως λάθος απάντηση. Όταν έφταναν στα 450v, δινόταν η εντολή στον δάσκαλο να συνεχίσει και να δώσει το τελευταίο και ισχυρότερο ηλεκτροσόκ. Σε περίπτωση που ο δάσκαλος διαμαρτυρόταν σε κάποιο επίπεδο και εκδήλωνε αμφιβολίες για το αν είναι πρέπον να προχωρήσει, ο γιατρός του απαντούσε με τις εξής φιξαρισμένες προτάσεις:
- “Please continue” ή “Please go on“
- “The experiment requires that you continue“
- “It is absolutely essential that you continue“
- “You have no other choice – you must go on“
Όταν ο δάσκαλος εξακολουθούσε να επιμένει, ο γιατρός του έλεγε:
“Whether the learner likes it or not, you must go on until he has learned all the word pairs correctly. So please go on.”
Αν ο δάσκαλος συνέχιζε να κρατά σθεναρή στάση και να αρνείται την περαιτέρω συμμετοχή του, τότε το πείραμα έληγε και του αποκάλυπταν όλη την αλήθεια. Στη συνέχεια, ο Milgram διαβεβαίωνε τον κάθε έναν από τους δασκάλους, ότι δεν έχουν να ανησυχούν για τίποτα, είτε σταμάτησαν έγκαιρα, είτε είχαν παράσχει τη μέγιστη ισχύ ηλεκτροσόκ, λέγοντάς τους, ότι αναλόγως είχαν πράξει και όλοι οι υπόλοιποι εθελοντές.
Αποτελέσματα
Όλοι οι εθελοντές “δάσκαλοι” έφτασαν στο επίπεδο των 300v, ενώ 26 από τους 40 εξάντλησαν όλα τα επίπεδα, ήτοι το 65%. Πολλοί εξ αυτών, ρωτούσαν εναγωνίως τον γιατρό για το ποιος θα επωμιστεί την ευθύνη σε περίπτωση που προκαλούσαν μόνιμη βλάβη στον μαθητευόμενο. Όταν ο γιατρός τους καθησύχαζε, αναλαμβάνοντας όλο το βάρος των πιθανών αρνητικών επιπτώσεων, οι μαθητευόμενοι ανακουφίζονταν και συνέχιζαν τη διαδικασία. Το επιστημονικό κύρος που απέπνεε η άσπρη ιατρική μπλούζα ήταν αφοπλιστικό.
Λόγω των αγαθών προθέσεών τους, πολλοί εκδήλωναν σημάδια εξαιρετικής ψυχολογικής πίεσης, όπως εφίδρωση, τρέμουλο και νευρικότητα. Ένας 46χρονος, πωλητής βιβλίων στο επάγγελμα, προκάλεσε τόσο σοβαρά τραύματα στο σώμα του με τα νύχια, που οι υπεύθυνοι αναγκάστηκαν να διακόψουν το πείραμα. 14 από τους 40 “δασκάλους” ξέσπασαν σε νευρικό γέλιο. Μεγάλος αριθμός όσων επέλεξαν να σταματήσουν νωρίς, οι πρώτοι που αντιστάθηκαν δηλαδή, το έκαναν εκδηλώνοντας τον θυμό τους για την απάθεια του γιατρού, και χωρίς ιδιαίτερη αιτιολόγηση, σηκώθηκαν από την καρέκλα και αποχώρησαν από το εργαστήριο.
Επακόλουθα
Η φήμη και η παρακαταθήκη του Milgram υπερβαίνουν τον ακαδημαϊκό χώρο. Ένα γαλλο-γερμανικό πανκ ροκ συγκρότημα φέρει το όνομά του. Το 1986, ο Peter Gabriel, θαυμαστής του Milgram, ηχογράφησε ένα τραγούδι με τον τίτλο “We do What we’re told“. Στον αντίποδα, πρέπει να αναφερθεί και η αρνητική πλευρά της επίδρασης των μελετών του Milgram. Το έργο του πάνω στη χειραγώγηση από μια μορφή εξουσίας, εφαρμόστηκε σε διάφορους επαγγελματικούς κλάδους, όπως στο marketing, τη λογιστική και το management. Περισσότερο όμως από κάθε άλλο χώρο, η μελέτη του είχε τρομερή απήχηση στη στρατιωτική ακαδημία του αμερικανικού στρατού.
Μόλις τέσσερις μέρες αφού ο Milgram ολοκλήρωσε το πείραμά του, η κυβέρνηση του Ισραήλ, μετά από μια μακρόχρονη δίκη, καταδίκασε και εκτέλεσε δια απαγχονισμού τον Adolf Eichmann ως εμπνευστή και συνεργό στην εξόντωση 6 εκατομμυρίων Εβραίων. Ο Adolf Eichmann, ο λεγόμενος “αρχιτέκτονας του Ολοκαυτώματος”, διοικούσε το στρατόπεδο συγκέντρωσης του Άουσβιτς. Η θεωρητικός πολιτικών επιστημών Hannah Arendt που παρακολουθούσε τη δίκη στην Ιερουσαλήμ για το περιοδικό The New Yorker, έγραψε:
“It would have been comforting indeed to believe that Eichmann was a monster…The trouble with Eichmann was precisely that so many were like him, and that the many were neither perverted nor sadistic, that they were, and still are, terribly and terrifyingly normal.”
Το πείραμα του Milgram, θα ερχόταν λίγο καιρό μετά να εξηγήσει τις αποτρόπαιες πράξεις των Ναζί. Έδειξε ότι ο άνθρωπος δεν έχει έμφυτη τη βιαιοπραγία. Σε πραγματικές καταστάσεις και υπό ισχυρές συνθήκες κοινωνικού εξαναγκασμού, η αίσθηση για το τι είναι ηθικά αποδεκτό μπορεί εύκολα να ποδοπατηθεί.
Ενώ τα ευρήματα του Milgram προκάλεσαν έκπληξη και προβληματισμό, νέες έρευνες έδειξαν ότι η υπακοή στην εξουσία σε βάρος της συνείδησης δεν είναι ένα αναπόφευκτο φαινόμενο. Η έρευνα του Steven Sherman (ψυχολόγος), έδειξε ότι η παιδεία μπορεί να συμβάλλει στην επικράτηση της συνείδησης. Ο Sherman έβαλε έναν συνεργάτη του να επικοινωνήσει τηλεφωνικά με διάφορα άτομα, παροτρύνοντάς τα να λάβουν μέρος σε μία δημοσκόπηση. Ο υποτιθέμενος δημοσκόπος, ανάμεσα σε πολλά άλλα, τους ρωτούσε και τί θα έκαναν σε περίπτωση που τους δινόταν η εντολή να πραγματοποιήσουν μία πράξη που έβρισκαν ηθικά και κοινωνικά απαράδεκτη, και στη συνέχεια κουβέντιαζαν επ’ αυτού. Μερικές βδομάδες μετά την τηλεφωνική επικοινωνία, ζητήθηκε από τα ίδια άτομα να αντιδράσουν εμπράκτως σε μία τέτοια εντολή. Το αποτέλεσμα πάλι ξαφνιάζει. Τα 2/3 των συμμετεχόντων αρνήθηκαν να υπακούσουν. Το συμπέρασμα του Sherman ήταν ότι όταν οι άνθρωποι στοχάζονται και τοποθετούνται επάνω σε ένα ζήτημα ηθικής πριν το βιώσουν, έχουν περισσότερες πιθανότητες να ακολουθήσουν τη συνείδησή τους όταν έρθουν αντιμέτωποι με την ίδια κατάσταση στην πραγματική ζωή. Επιλογή υπάρχει όταν η ύπαρξή της έχει εμπεδωθεί.
“If we are to make progress, we must not repeat history but make new history. We must add to inheritance left by our ancestors.“
Mahatma Gandhi