Οι γελοιογραφίες υπήρξαν ένα ισχυρότατο όπλο στην αντίσταση της Ελλάδας απέναντι στην Ιταλική και Γερμανική επίθεση κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.
Ο ηρωισμός και η αυτοθυσία του ελληνικού λαού προκάλεσε παγκοσμίως τον θαυμασμό. Έδειξε τον δρόμο για τον αγώνα ενάντια στον φασισμό, τη δίψα για ελευθερία και επαναφορά της δημοκρατίας. Σε αυτή τη φαινομενικά άνιση μάχη, μιας και οι επιτιθέμενοι υπερτερούσαν σε έμψυχο δυναμικό και στρατιωτικό εξοπλισμό, οι γελοιογράφοι της εποχής συνέβαλαν τα μέγιστα στην εμψύχωση του πληθυσμού.
Τα σκίτσα τους χωρίζονται σε τρεις διακριτές περιόδους:
- την επίθεση της Ιταλίας
- την επίθεση της Γερμανίας
- τη συνδρομή της Μεγάλης Βρετανίας
Η επίθεση της Ιταλίας
Στις 3 το πρωί της 28ης Οκτωβρίου του 1940, ο Ιταλός Πρέσβης στην Αθήνα, Εμανουέλε Γκράτσι, επέδωσε τελεσίγραφο στον πρωθυπουργό της Ελλάδας Ιωάννη Μεταξά. Απαιτούσε την ελεύθερη διέλευση του ιταλικού στρατού προκειμένου στη συνέχεια να καταλάβει κάποια στρατηγικά σημεία για τις ανάγκες ανεφοδιασμού του στη μετέπειτα προώθηση στην Αφρική.
Ακολουθεί το κείμενο του τελεσιγράφου:
Η ουδετερότης της Ελλάδος απέβη ολονέν και περισσότερον απλώς και καθαρώς φαινομενική. Η ευθύνη δια την κατάστασιν ταύτην πίπτει πρωτίστως επί της Αγγλίας και επί της προθέσεώς της όπως περιπλέκη πάντοτε άλλας χώρας εις τον πόλεμον. Η Ιταλική Κυβέρνησις θεωρεί έκδηλον ότι η πολιτική της Ελληνικής Κυβερνήσεως έτεινε και τείνει να μεταβάλη το ελληνικόν έδαφος, ή τουλάχιστον να επιτρέψη όπως το ελληνικόν έδαφος μεταβληθή εις βάσιν πολεμικής δράσεως εναντίον της Ιταλίας. Τούτο δεν θα ηδύνατο να οδηγήση ή εις μίαν ένοπλον ρήξιν μεταξύ της Ιταλίας και της Ελλάδος, ρήξιν την οποίαν η Ιταλική Κυβέρνησις έχει πάσαν πρόθεσιν να αποφύγη. Όθεν, η Ιταλική Κυβέρνησις κατέληξεν εις την απόφασιν να ζητήση από την Ελληνικήν Κυβέρνησιν -ως εγγύησιν δια την ουδετερότητα της Ελλάδος και ως εγγύησιν δια την ασφάλειαν της Ιταλίας- το δικαίωμα να καταλάβη δια των ενόπλων αυτής δυνάμεων, δια την διάρκειαν της σημερινής προς την Αγγλίαν ρήξεως, ωρισμένα στρατηγικά σημεία του ελληνικού εδάφους. Η Ιταλική Κυβέρνησις ζητεί από την Ελληνικήν Κυβέρνησιν όπως μη εναντιωθή εις την κατάληψιν ταύτην και όπως μη παρεμποδίση την ελευθέραν διέλευσιν των στρατευμάτων των προοριζομένων να την πραγματοποιήσωσι. Τα στρατεύματα ταύτα δεν παρουσιάζονται ως εχθροί του ελληνικού λαού και η Ιταλική Κυβέρνησις δεν προτίθεται ποσώς, δια της προσωρινής κατοχής στρατηγικών τινών σημείων, επιβαλλομένης υπό της ανάγκης των περιστάσεων και εχούσης καθαρώς αμυντικόν χαρακτήρα, να θίξη οπωσδήποτε την κυριαρχίαν και την ανεξαρτησίαν της Ελλάδος. Η Ιταλική Κυβέρνησις ζητεί από την Ελληνικήν Κυβέρνησιν όπως δώση αυθωρεί εις τας στρατιωτικάς αρχάς τας αναγκαίας διαταγάς ίνα η κατοχή αυτή δυνηθή να πραγματοποιηθή κατά ειρηνικόν τρόπον. Εάν τα ιταλικά στρατεύματα ήθελον συναντήση αντίστασιν, η αντίστασις αυτή θα καμφθή δια των όπλων και η Ελληνική Κυβέρνησις θα έφερε τας ευθύνας, αι οποίαι ήθελον προκύψη εκ τούτου. Αθήναι τη 28η Οκτωβρίου 1940/ΧΙΧ |
Ο Ιταλός Πρέσβης σημειώνει στο βιβλίο του (Η αρχή του τέλους – η επιχείρηση κατά της Ελλάδος) την πρώτη αντίδραση του Μεταξά:
Όταν τελείωσε την ανάγνωση με κοίταξε κατά πρόσωπο, και με φωνή λυπημένη αλλά σταθερή μου είπε:
“Alors, c’est la guerre”. (μτφ.: Λοιπόν έχουμε πόλεμο)
Με το γνωστό “ΟΧΙ” ξεκινάει το Έπος του ’40. Οι ελληνικές δυνάμεις όχι μόνο απέκρουσαν την επίθεση αλλά ξεκίνησαν και αντεπίθεση στα αλβανικά εδάφη.
Ο Ελληνοϊταλικός πόλεμος διήρκεσε από τις 28 Οκτωβρίου 1940 μέχρι τις 31 Μαΐου 1941.
Η επίθεση της Γερμανίας
Μετά την αποτυχημένη επίθεση και την ταπεινωτική ήττα που υπέστη η φασιστική Ιταλία, η ναζιστική Γερμανία του Χίτλερ έρχεται να συνδράμει τον Μουσολίνι. Οι γερμανικές δυνάμεις επιτέθηκαν στην Ελλάδα στις 6 Απριλίου του 1941. Στις 20 Απριλίου ο αντιστράτηγος Γεώργιος Τσολάκογλου πρότεινε συνθηκολόγηση παρά την αντίθετη διαταγή του Στρατάρχη Παπάγου. Στη συνέχεια διατέλεσε πρωθυπουργός (μαριονέτα των φασιστικών δυνάμεων) κατά την περίοδο της κατοχής 1941–1942.
Η συνδρομή της Μεγάλης Βρετανίας
Ανάμεσα στα πολυάριθμα κράτη που στήριξαν ενεργά με στρατιώτες την ελληνική αντίσταση, η Μεγάλη Βρετανία του Τσώρτσιλ ήταν αυτή που συνέδραμε περισσότερο. Δυστυχώς, όπως αποδείχθηκε εκ των υστέρων, η βοήθειά της στον αντιστασιακό αγώνα ήρθε με βαρύ αντίτιμο.
Κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής δύο ήταν οι μεγαλύτερες αντιστασιακές οργανώσεις:
Η πρώτη ήταν το ΕΑΜ (Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο) και το στρατιωτικό του σκέλος ο ΕΛΑΣ (Ελληνικός Λαϊκός Απελευθερωτικός Στρατός) με αρχηγό τον Άρη Βελουχιώτη. Επρόκειτο για συνασπισμό αριστερών κομμάτων με προεξάρχον το Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας.
Η δεύτερη ήταν αυτή του ΕΔΕΣ (Εθνικός Δημοκρατικός Ελληνικός Σύνδεσμος) με διοικητή τον Ναπολέοντα Ζέρβα, πρώην αξιωματικό του ελληνικού στρατού.
Οι δύο οργανώσεις μπορεί να είχαν τον ίδιο στόχο κατά την περίοδο της κατοχής, να αποτινάξουν τον γερμανικό ζυγό, αλλά είχαν εκ διαμέτρου αντίθετη οπτική για την ιδεολογία που θα επικρατούσε στην Ελλάδα μετά την απελευθέρωση. Ο ΕΔΕΣ φοβόταν ότι το ΕΑΜ είχε ως στόχο την εγκαθίδρυση κομμουνιστικού καθεστώτος.
Όμως η μελλοντική πολιτική κατάσταση στην Ελλάδα αποφασιζόταν πολλά χιλιόμετρα μακριά. Τον Σεπτέμβριο του 1944 στη Μόσχα, Τσώρτσιλ και Στάλιν συμφώνησαν να μοιράσουν τις σφαίρες επιρροής των κρατών τους στα Βαλκάνια. Όσον αφορά την Ελλάδα η Μεγάλη Βρετανία θα είχε το 90% και η Ρωσία το 10%. Ο Τσόρτσιλ είχε οριστεί έπαρχος και είχε τον πρωταρχικό λόγο στις πολιτικές εξελίξεις.
Όταν αποχώρησαν τα γερμανικά στρατεύματα από την Ελλάδα, κυρίαρχο στρατιωτικά ήταν το ΕΑΜ, κάτι που ούτε ο ΕΔΕΣ το ήθελε αλλά ούτε και ο Τσόρτσιλ που επιδίωκε την επαναφορά του Βασιλιά Γεωργίου Β’. Κι έτσι, με την ενεργή ανάμειξη των Βρετανών υπέρ του ΕΔΕΣ, τα δύο αντιμαχόμενα στρατεύματα συγκρούστηκαν. Έλληνας εναντίον Έλληνα, αδερφός εναντίον αδερφού, με αποτέλεσμα η χώρα να θρηνήσει εκ νέου χιλιάδες νεκρούς και να διαπραχθούν αδιανόητες θηριωδίες.
Ήταν η απαρχή του εμφυλίου που επισήμως διήρκεσε από το 1946 μέχρι το 1949. Μια πληγή που δεν έχει επουλωθεί μέχρι σήμερα.