Το δικαίωμα του πολίτη να καταφεύγει στην Ηλιαία για να αναζητήσει το δίκιο του θεσμοθετήθηκε από τον Σόλωνα. Με τις μεταρρυθμίσεις του Εφιάλτη και του Περικλή καθιερώθηκε ο θεσμός της λαϊκής ετυμηγορίας, όπου οι δικαστές ορίζονταν με κλήρωση.
Τα λαϊκά δικαστήρια απαρτίζονταν από 6.000 δικαστές, τους Ηλιαστές, και δικαίωμα συμμετοχής είχε κάθε πολίτης άνω των 30 ετών. Κάθε μία από τις 10 φυλές παρείχε 600 δικαστές που έχοντας υποβάλλει το όνομά τους, διαλέγονταν με κλήρωση. Ήταν ένα μέτρο εναντίον της δωροδοκίας. Η διαχείριση της δικαιοσύνης είχε ανατεθεί έτσι στους απλούς πολίτες. Η πληρωμή τους, ο τριώβολος, τους επιδιδόταν κάθε βράδυ μετά το πέρας των δικών, και προερχόταν από τα πρόστιμα που επέβαλαν. Αυτή η μικρή αμοιβή αποσκοπούσε στο να διευκολύνει τον μέσο πολίτη να προσφέρει τις υπηρεσίες του ως δικαστής.
Κάθε δικαστής έδινε τον Ηλιαστικό όρκο και εκπροσωπούσε όλους τους Αθηναίους πολίτες. Ως εκ τούτου, δεν κινδύνευε από διώξεις μετά το πέρας της θητείας τους που είχε διάρκεια ενός έτους. Η Ηλιαία συνερχόταν κάθε μέρα εκτός από τις γιορτές, δηλαδή περίπου 300 μέρες το χρόνο.
Δύο νόμοι στόχευαν στην αποθάρρυνση των συκοφαντών*.
Αφορούσαν τον κατήγορο που α) απέσυρε τις κατηγορίες που είχε διατυπώσει εναντίον ενός συμπολίτη του, και β) αποτύγχανε να συγκεντρώσει το 1/5 των ψήφων των δικαστών για να στηρίξει την κατηγορία του. Καί στις δύο περιπτώσεις, ο κατήγορος υποχρεωνόταν να πληρώσει πρόστιμο 1.000 δραχμών και του αφαιρούταν το δικαίωμα να προσφύγει εκ νέου στην Ηλιαία για παρόμοιο λόγο.
*συκοφάντης: υπάρχουν δύο ερμηνείες για την προέλευση της λέξης, 1) αυτός που σείει τη συκιά και έτσι φαίνονται τα σύκα ή 2) αυτός που καταγγέλει όσους κάνουν λαθραία εξαγωγή σύκων από την Αττική, πράγμα που απαγορευόταν.
Διαδικαστικά στην Ηλιαία
Υπήρχαν δύο είδη δικών:
α) οι ιδιωτικές υποθέσεις (δίκαι), που επέλυαν ατομικές διαφορές πολιτών, και παρίσταντο 200 Ηλιαστές σε κάθε μία, και
β) οι γραφαί, που οφείλουν τη δημιουργία τους στον Σόλωνα, και αφορούν κρατικές υποθέσεις, τις οποίες δίκαζαν 500 Ηλιαστές.
Κάθε δικαστήριο εξέταζε τέσσερις υποθέσεις κάθε μέρα.
Στο δικαστικό σύστημα, οι αρχαίοι Έλληνες έκαναν εκτεταμένη χρήση της διαιτησίας, ιδιωτικής και δημόσιας. Από το τέλος του 5ου αιώνα, υπήρχε ένα τακτικό σώμα δημόσιων διαιτητών, οι οποίοι κληρώνονταν κάθε χρόνο ανάμεσα σε πολίτες εξήντα χρονών, όταν δηλαδή έληγε η υποχρέωσή τους για στρατιωτική υπηρεσία. Ο κατήγορος κλήτευε τον κατηγορούμενο με την παρουσία δύο μαρτύρων και κατέθετε το κατηγορητήριο στον αρμόδιο διαιτητή. Αν ο διαιτητής κατάφερνε να πείσει τους αντιδίκους να συμφωνήσουν, η υπόθεση έκλεινε. Αν δεν το κατάφερνε, διέτασσε προκαταρκτική ακρόαση (ανάκριση) ώστε να καταγραφούν τα τεκμήρια, και έπειτα επικοινωνούσε με τους θεσμοθέτες για να ορίσουν τη δικάσιμο και τον αριθμό των δικαστών που θα ήταν παρόντες στη δίκη.
Στο δικαστήριο διαβάζονταν οι σχετικοί νόμοι από τον γραμματέα, και έπειτα οι αντίδικοι είχαν ορισμένο χρόνο για να παρουσιάσουν τις θέσεις τους και προσδιοριζόταν από την κλεψύδρα. Η κλεψύδρα είχε ποικίλα σχήματα που αντιστοιχούσαν σε διάφορα χρονικά διαστήματα. Σε μικρής σημασίας δίκες, το νερό που περιείχε ήταν όσο χωρούσε σε έναν αμφορέα. Σε σημαντικές υποθέσεις, όπως αυτή του Σωκράτη, ήταν δωδεκαπλάσιο (δώδεκα αμφορείς).
Οι αντίδικοι ήταν υποχρεωμένοι να παρουσιάζουν την υπόθεσή τους οι ίδιοι, αλλά στην πράξη καθιερώθηκε η συνήθεια όσα έλεγαν να τους τα γράφει κάποιος επαγγελματίας, ο λογογράφος. Και οι δύο είχαν το δικαίωμα στη διάρκεια της αγόρευσής τους να κάνουν ερωτήσεις στον ενάγων ή στον εναγόμενο, στις οποίες ήταν υποχρεωμένοι να απαντήσουν.
Μετά από τις αγορεύσεις, κάθε δικαστής έπαιρνε δύο κέρματα, ένα ακέραιο και ένα τρυπημένο (ακέραιο κέρμα για τον πρώτο ομιλητή, τρυπημένο για τον δεύτερο). Υπήρχαν δύο κάλπες, μία χάλκινη για τις ψήφους προς καταμέτρηση και μία ξύλινη για τα λοιπά κέρματα. Σε περίπτωση που ο κατήγορος κέρδιζε την υπόθεση, η ποινή είτε αποφασιζόταν με βάση την ισχύουσα νομοθεσία (αγώνες ατίμητοι) είτε κατέθεταν τις προτάσεις τους οι διάδικοι και επέλεγαν οι δικαστές μία από τις δύο (αγώνες τιμητοί).
Σε περίπτωση ισοψηφίας η απόφαση ήταν αθωωτική, λόγω του ότι προσμετρούσαν υπέρ του κατηγορουμένου την ψήφο της θεάς Αθηνάς.
Για τα δημόσια εγκλήματα οι μεγαλύτερες ποινές ήταν ο θάνατος, η εξορία και η ατιμία (στέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων, κατόπιν φυλάκιση και πρόστιμο). Υπήρχε η συνήθεια την ημέρα της δίκης οι κατηγορούμενοι να φέρνουν στο δικαστήριο συγγενείς και φίλους για να παρακαλέσουν τους δικαστές. Έφερναν ακόμα και μικρά παιδιά για να προκαλέσουν τον οίκτο των δικαστών με τα κλάματά τους. Οι ενάγοντες και οι μάρτυρες ορκίζονταν στον Ποσειδώνα, τον Δία και τη Δήμητρα.
Η Ηλιαία ήταν ο υπέρτατος κριτής όλων των διαφορών στην Αθήνα. Εντούτοις, υπερίσχυε το νομοθετικό σώμα της Εκκλησίας του Δήμου έναντι του δικαστικού της Ηλιαίας. Αυτό γίνεται σαφές από το γεγονός, ότι μόνο για ένα μικρό μέρος των ψηφισμάτων του δήμου καταθετόταν αγωγή ως γραφή παράνομον, με αποτέλεσμα η νομιμότητά τους να παραπεμφθεί για εξέταση σε δικαστήριο.