Μια φορά κι ένα καιρό,
ήταν ένα γραμμόφωνο.
Ένα ολομόναχο γραμμόφωνο.
Μα μπορεί και να μην ήτανε γραμμόφωνο
και να ‘ταν μόνο ένα τραγούδι,
που ζητούσε ένα γραμμόφωνο,
για να πει τον καημό του.
Μια φορά κι ένα καιρό,
ήταν ένας Έρωτας.
Ένας ολομόναχος Έρωτας
που γύριζε με μια πλάκα στη μασχάλη,
για να βρει ένα γραμμόφωνο
για να πει τον καημό του.
«Έρωτα μη σε πλάνεψαν
άλλων ματιών μεθύσια
και μεσ’ τα κυπαρίσια
περνάς με μι’ άλλη νιά;
Έρωτ’ αδικοθάνατε,
Έρωτα χρυσομάλλη,
αν σ’ είδαν με μιάν άλλη,
ήταν η Λησμονιά.»
Μια φορά κι ένα καιρό,
δεν ήταν ένας έρωτας,
δεν ήταν ένας πόνος.
Ήταν μισός έρωτας -μισός πόνος-
και μια μισή πλάκα,
που ‘λεγε το μισό της σκοπό:
«Έρωτα μη σε… Έρωτα μη σε…
έρωτα μισέ… έρωτα μισέ…»
Θε μου!
Μα δε βρίσκεται ένα χέρι!
Ένα πονετικό χέρι,
για ν’ ανασηκώσει τη βελόνα
και ν’ ακουστεί ξανά,
ολόκληρος ο Έρωτας,
ολόκληρο το τραγούδι:
«Έρωτα μη σε σκότωσαν
τα μαγεμένα βέλη;
Έρωτα Μακιαβέλλι.
Τα μάτια που σε λάβωσαν,
με δάκρυα πικραμένα,
καρφιά ‘ταν πυρωμένα
και μπήχτηκαν βαθιά».
Ποίημα από το μυθιστόρημα «Κάτω απ’ τα κάστρα της ελπίδας»
του Μενέλαου Λουντέμη (1912-1977)